dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
σημαδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anvisieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
σημαδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
markieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
σημαδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zielen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σημαδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kennzeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σημαδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σημαδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
prägen
Ⓦ
Ⓖ
…