dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αντικρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
decken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αντικρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gegenüberstehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αντικρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αντικρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
treffen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αντικρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begegnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αντικρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
treffe
Ⓦ
Ⓖ
…