dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
νεποτισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vetternwirtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
νεποτισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Filz
Ⓦ
Ⓖ
…