dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συντελώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beitragen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συντελώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mitwirken
Ⓦ
Ⓖ
…