dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ανατριχιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschauern
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανατριχιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schaudern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανατριχιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich gruseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανατριχιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
es schaudert mich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανατριχιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schauern
Ⓦ
Ⓖ
…