dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
ξαφνικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plötzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ξαφνικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plötzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αιφνίδιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plötzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
άξαφνα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plötzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
απότομος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plötzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
αίφνης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plötzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
άξαφνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plötzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
απότομα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plötzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
εξαίφνης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plötzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
έξαφνα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plötzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
μεμιάς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plötzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ξάφνου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plötzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)