dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
εφοδιασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
εφοδιασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versorgt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εφοδιασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschafft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εφοδιασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgestattet
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
ελλιπώς εφοδιασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterversorgt
Ⓦ
Ⓖ
…