dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
υπέρβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Anmaßung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπέρβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Überschreitung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπέρβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Überziehung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπέρβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Übermaß
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
φιλοσ.
η
υπέρβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Transzendenz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υπέρβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Exzess
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)