dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
παίρνω υπόψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heranziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εκπαιδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heranziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μεγαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heranziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
καλλιεργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heranziehen
Ⓦ
Ⓖ
…