dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
δέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
prügeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dreschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kasteien
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verdreschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verprügeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geißeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versohlen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)