dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
πρόσφατα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kürzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
τελευταία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kürzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
άρτι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kürzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Πρόθεση
τις προάλλες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kürzlich
Ⓦ
Ⓖ
…