dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
απόκτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die Anschaffung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
απόκτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die Anschaffung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αγορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die Anschaffung
Ⓦ
Ⓖ
…