dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Παρασκευή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Freitag
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
παρασκευή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorbereitung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
παρασκευή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Präparation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παρασκευή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bereitung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
παρασκευή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das Bereiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παρασκευή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zubereitung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παρασκευή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Herstellung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)