dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
γέμισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Laden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
γέμισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Füllen
Ⓦ
Ⓖ
…