dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
παράκληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bitte
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
παράκληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anforderung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παράκληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fürbitte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παράκληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gebet
Ⓦ
Ⓖ
…