dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
γειτνιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angrenzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συνορεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angrenzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εφάπτομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angrenzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συνέχομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angrenzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)