dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
münden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auslaufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rieseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
strömen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stürmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überfließen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überkochen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überlaufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verlaufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ablaufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwappen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ergießen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)