dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
χρίσμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Salbung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χρίσμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Nominierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χρίσμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ölung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χρίσμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
religiöse Salbung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)