dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
υστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nachkommen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verspäten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterliegen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückbleiben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hinterherhinken
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)