dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κατουρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pinkeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κατούρημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Pinkeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ουρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pinkeln
Ⓦ
Ⓖ
…