dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ομοφωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einmütigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
ομοφωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Einstimmigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ομοφωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einigung
Ⓦ
Ⓖ
…
ομοφωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Einverständnis
Ⓦ
Ⓖ
…
ομοφωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Konsens
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ομοφωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einhelligkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ομοφωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Einklang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ομοφωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gleichklang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ομοφωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Übereinstimmung
Ⓦ
Ⓖ
…