dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
οδοντόπονος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zahnschmerz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οδοντόπονος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zahnschmerzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οδοντόπονος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zahnweh
Ⓦ
Ⓖ
…