dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
θυρίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schalter
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
θυρίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schließfach
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
θυρίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Pförtchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
θυρίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fach
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)