dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ζωγράφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Maler
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ζωγράφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Malerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ζωγράφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lackierer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)