dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
λυτρωτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Befreier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λυτρωτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Erlöser
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
Λυτρωτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Erlöser
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λυτρωτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Retter
Ⓦ
Ⓖ
…