dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
σωτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lebensretter
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σωτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Retterin
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
σωτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Erlöser
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
σωτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Retter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)