dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
χηράμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwitwet
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
χηρευάμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwitwet
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
χήρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwitwete Person
Ⓦ
Ⓖ
…