dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πρωτιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorrang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πρωτιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorhand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πρωτιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vortritt
Ⓦ
Ⓖ
…