dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
χερούλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Griff
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χερούλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Henkel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χερούλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stiel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χερούλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Haltegriff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χερούλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Handgriff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χερούλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Klinke
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χερούλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Türgriff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χερούλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Türklinke
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)