dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
χέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hand
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Durchgang
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anstrich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Arm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Griff
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)