dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
χειροπιαστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offenkundig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
χειροπιαστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spürbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χειροπιαστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fühlbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χειροπιαστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
greifbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χειροπιαστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
handgreiflich
Ⓦ
Ⓖ
…