dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
χαριστική προθεσμία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gnadenfrist
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χαριστική προθεσμία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gefällig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χαριστική προθεσμία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
parteiisch
Ⓦ
Ⓖ
…