dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ύφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stil
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ύφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gesicht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ύφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausdrucksweise
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ύφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Haltung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ύφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gesichtsausdruck
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ύφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Auftreten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ύφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Art
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ύφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Miene
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)