dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
allerletzter
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
allerletzte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
allerletztes
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
letzte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
letztes
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
letzter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)