dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
υπακούω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich unterwerfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποκύπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich unterwerfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υποτάσσομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich unterwerfen
Ⓦ
Ⓖ
…