dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
υποταγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gehorsam
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υποταγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Subordination
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υποταγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterordnung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υποταγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterwerfung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)