dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
υποδούλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterwerfung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υποταγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterwerfung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπόταξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterwerfung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καθυπόταξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterwerfung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υποτέλεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterwerfung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υποβολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterwerfung
Ⓦ
Ⓖ
…