dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
υπομένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausharren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπομένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ertragen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπομένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aushalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υπομένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υπομένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erdulden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υπομένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich gedulden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υπομένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
über sich ergehen lassen
Ⓦ
Ⓖ
…