dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
υποκύπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erliegen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποκύπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
frönen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποκύπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ergeben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποκύπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich fügen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποκύπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich unterwerfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποκύπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich beugen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποκύπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verscheiden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υποκύπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einlenken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υποκύπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterliegen
Ⓦ
Ⓖ
…