dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
υποκατάσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ersetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υποκατάσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ersatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υποκατάσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Auswechslung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υποκατάσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Substitution
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)