dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
υπογράφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterschreiben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπογράφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterzeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπογράφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abzeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπογράφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
signieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπογράφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
προσυπογράφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gegenzeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
υπογράφων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Unterzeichner
Ⓦ
Ⓖ
…