dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
υπερτίμηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Überschätzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπερτίμηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Preiserhöhung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπερτίμηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Überbewertung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπερτίμηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verteuerung
Ⓦ
Ⓖ
…