dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
όφελος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Nutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
όφελος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Profit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
όφελος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gewinn
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
όφελος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gunst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
όφελος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorteil
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)