dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ομιλητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ansager
Ⓦ
Ⓖ
…
ομιλητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Redner
Ⓦ
Ⓖ
…
ομιλητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sprecher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ομιλητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Referent
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ομιλητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vortragende
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)