dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ολλανδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
niederländisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
Ολλανδέζικα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Niederländisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)