dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
οινοπώλης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Weinhändler
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
οινοπώλης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schankwirt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
οινοπώλης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wirt
Ⓦ
Ⓖ
…