dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
ψειρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lausen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
ψειρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entlausen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεψειριάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entlausen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεψειρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entlausen
Ⓦ
Ⓖ
…