dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
συγχρονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gleichzeitigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
συγχρονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Modernisierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
συγχρονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Synchronisation
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
εκσυγχρονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Modernisierung
Ⓦ
Ⓖ
…