dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ξεσκαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufwühlen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ξεσκαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgraben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ξεσκαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausbrechen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεσκαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erforschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεσκαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
an den Tag bringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεσκαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wühlen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεσκαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
scharren
Ⓦ
Ⓖ
…