dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ξεπούλημα λόγω τέλους εποχής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schlussverkauf
Ⓦ
Ⓖ
…